- αγκλαμίδα
- ημικρή ποσότητα νήματος τυλιγμένη σφαιρικά, που χρησιμεύει ως βάση για το τύλιγμα άλλου νήματος, ώστε να σχηματισθεί κουβάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. globus ή glomus (= σφαιροειδές σώμα, κουβάρι)από το glomus σχηματίστηκε στα Ελληνικά το υποκοριστικό γκλομίδι(ον), από τον έναρθρο πληθυντικό του τα γκλομίδιαμε αφομοίωση και κακή διαίρεση προήλθε ο τύπος τ’ αγκλαμίδιααπό το τελευταίο αυτό με μεταβολή τού γένους σχηματίστηκε η αγκλαμίδα].
Dictionary of Greek. 2013.